Πέμπτη 23 Απριλίου 2015

Πρόστιμα 500 εκ. ευρώ αντιμετωπίζουν BMW - Mercedes στην Ελλάδα

Κλιμακώνεται το ζήτημα της φοροδιαφυγής των ελληνικών παραρτημάτων των Γερμανών κατασκευαστών στη χώρα μας. 

Πρόστιμα 500 εκ. ευρώ αντιμετωπίζουν BMW - Mercedes στην Ελλάδα
 
Εδώ και δύο χρόνια το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος έχει βάλει στο μικροσκόπιο τις συναλλαγές των αντιπροσωπειών της Mercedes και της BMW στη χώρα μας, μετά από ενδείξεις για εκτεταμένη φοροδιαφυγή από το 2009 έως και σήμερα. Σύμφωνα με το πόρισμα του ΣΔΟΕ, που έχει προωθηθεί στους οικονομικούς εισαγγελείς για την επιβολή προστίμων ύψους έως και 500.000.000€, το γαϊτανάκι της φοροδιαφυγής είχε ως εξής: Τα εργοστάσια της Mercedes και της BMW που αποτελούν τις μητρικές εταιρείες των αντιπροσωπειών στην Ελλάδα, υπό  τιμολογούσαν σε μεγάλη κλίμακα τα αυτοκίνητα που εισάγονταν στη χώρα μας, με τελικό αποτέλεσμα τεράστια κέρδη από διαφυγόντα έσοδα του δημοσίου για ΦΠΑ, τέλη ταξινόμησης και φόρο πολυτελείας.
Σύμφωνα με τα μέχρι σήμερα δημοσιεύματα, τη δυνατότητα αυτού του τρόπου φοροδιαφυγής έχουν μόνο οι θυγατρικές των κατασκευαστών στη χώρα μας -που εκμεταλλεύονται ένα κενό νόμου της ευρωπαϊκής νομοθεσίας- και όχι οι ελληνικές επιχειρήσεις αντιπροσώπευσης, όπως για παράδειγμα η Audi - VW. Για το θέμα που είχε αποκαλύψει ο δημοσιογράφος Γ. Ανδρής και έφερε εκ νέου στο προσκήνιο η εφημερίδα «Αγορά» με δημοσίευμά της στις 21 Μαρτίου 2015, τοποθετήθηκε και ο Σύνδεσμος Εμπόρων Εισαγωγέων Αυτοκινήτων Ελλάδος (ΣΕΕΑΕ) με σημερινή του ανακοίνωση, ως εξής:
«Για πρώτη φορά στην Ελλάδα η εφημερίδα «Αγορά» τόλμησε να δημοσιεύσει θέμα για την εκτεταμένη φοροδιαφυγή που πραγματοποιούν Γερμανικές Εισαγωγικές εταιρείες αυτοκινήτων η οποία επιβεβαιώνεται από το ΣΔΟΕ. Ο Σύνδεσμος Εμπόρων Εισαγωγέων Αυτοκινήτων Ελλάδος (ΣΕΕΑΕ) θα βρίσκεται πάντα δίπλα σε όσους αγωνίζονται για την αποκάλυψη της αλήθειας, όσο πικρή και αν είναι για κάποιους, και θα μας βρίσκει συμμάχους σε αυτό τον ανελέητο πόλεμο. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ στο οποίο δημοσιεύονται και οι Εργοστασιακές Αξίες γερμανικών αυτοκινήτων δείχνει ξεκάθαρα τις Υποτιμολογήσεις που πραγματοποιούν οι γερμανικές εισαγωγικές εταιρείες στην Ελλάδα δημιουργώντας τεράστιο έλλειμμα στα Δημόσια Έσοδα αλλά και αθέμιτο ανταγωνισμό σε όλη την αγορά αυτοκινήτου.
Ειδικότερα οι γερμανικές εισαγωγικές από τη μία δημιουργούν αθέμιτο ανταγωνισμό στις εισαγωγικές που δεν μπορούν να πραγματοποιήσουν υποτιμολογήσεις ενώ από την άλλη μεριά χιλιάδες έμποροι εισαγόμενων μεταχειρισμένων αυτοκινήτων πλήρωναν διπλάσιους, τριπλάσιους ή πολλαπλάσιους φόρους στο Τελωνείο κατά την εισαγωγή αντίστοιχων αυτοκινήτων. Η κυβέρνηση καλείται επιτέλους να διερευνήσει σε βάθος το ζήτημα και, εφόσον εξακριβώσει την βασιμότητά του,  να θέσει ένα τέλος σε όλη αυτή την «ασυδοσία» των εισαγωγικών εταιρειών και επιπλέον να θεσπίσει αυστηρούς κανόνες υγιούς ανταγωνισμού. Προβληματίζει επίσης  το γεγονός ότι η δημοσίευση του εν λόγω εξαιρετικά σημαντικού θέματος σε κάποια συγκεκριμένα Μέσα Ενημέρωσης «εξαφανίστηκε» ως διά μαγείας ενώ αντίθετα συνεχώς αναδεικνύεται η δήθεν  αύξηση στις εισαγωγές μεταχειρισμένων αυτοκινήτων τα οποία παρουσιάζουν ως... «Σαράβαλα», προκαλώντας σύγχυση στην αγορά και στους έλληνες καταναλωτές υπέρ των εισαγωγέων και εμπόρων καινουργών αυτοκινήτων ! Αντίθετα τις εργοστασιακές αξίες υπερπολυτελών καινούριων μοντέλων οι οποίες ξεκινούν από 4.500 ευρώ τις «δικαιολογούν» ως απόλυτα φυσιολογικές εξαιτίας της υπέρογκης φορολόγησης του ελληνικού κράτους. Η μακρά αδράνεια του κρατικού μηχανισμού στην ριζική αντιμετώπιση αυτού του «νοσηρού» ζητήματος μας κάνει να αναρωτιόμαστε – δικαίως - Άραγε πόσα Ελληνικά Μέσα Ενημέρωσης θα ακολουθήσουν τους κανόνες της ορθής ενημέρωσης των πολιτών και θα προβούν στην ανάδειξη του θέματος; Άραγε ποια θα είναι η στάση της παρούσας νέας κυβέρνησης ενάντια σε παρόμοια φαινόμενα που έχουν «ριζώσει» εδώ και χρόνια στην ελληνική αγορά αυτοκινήτου προς βλάβη του ελληνικού δημοσίου, του υγιούς ανταγωνισμού και του έλληνα καταναλωτή ; Αραγε ποια θα είναι η στάση των βουλευτών του Ελληνικού Κοινοβουλίου; Οι απαντήσεις επί αυτών των ερωτημάτων θα κρίνουν εάν πράγματι κάτι αλλάζει στην ελληνική πραγματικότητα ή εάν τα κακώς κείμενα θα παραμείνουν εκ νέου άθικτα».